Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΟΣ

Κάποτε ένας άνθρωπος είχε να επιλέξει να ακολουθήσει ανάμεσα σε δύο δρόμους. Ο ένας ήταν στενός, ανηφορικός και κακοτράχαλος, ενώ ο άλλος πλατύς και ίσιος. Κάποιος του είπε ότι ο στενός δρόμος οδηγούσε σε ουράνια παλάτια, έμπροσθεν του δημιουργού του σύμπαντος κι ως πιστός ζηλωτής ακολούθησε με αποφασιστικότητα την στενή οδό, ενώ παράλληλα έβλεπε τον πλατύ δρόμο στα δεξιά του. Κάποια στιγμή η ανάσα του άρχισε να γίνεται βαριά και το σώμα του να εξασθενεί και να κάμπτεται. Σε ένα σημείο εκεί που γόγγυζε είδε έναν άνθρωπο κατάχαμα στο έδαφος να σέρνεται και να πονά. ‘’Τι κάνεις εσύ εδώ;’’ Τον ρώτησε. ‘’Δεν μπορώ άλλο να συνεχίσω κουράστηκα, αλλά εσύ συνέχισε, μην τα παρατάς, μπορείς. Μην κάνεις το λάθος που έκανα εγώ’’. Τότε ο Θεός έβαλε στην καρδιά του ανθρώπου να σηκώσει αυτόν που κειτόταν στο έδαφος. ‘’Δεν τερματίζω αν δεν τερματίσουμε μαζί’’. -‘’Μα δεν θα μπορέσουμε, σου είμαι πρόσθετο βάρος’’. -‘’Όχι, δεν τερματίζω μόνος μου. Ή μαζί θα σταματήσουμε ή μαζί θα συνεχίσουμε ως το τέρμα’’. Τότε ο δρόμος έγινε πιο δύσκολος, αλλά η δύναμη αυξήθηκε και χωρίς να το καταλάβουν οι δύο άνδρες πέρασαν τη γραμμή τερματισμού και είδαν το παλάτι που τους περίμενε. Υπηρέτησε τον διπλανό σου, βοήθησέ τον να σηκωθεί κι εκείνος εσένα με τη χάρη του Θεού. Όταν είμαστε πολλοί, ενωμένοι με την αγάπη ο δρόμος γίνεται πιο σύντομος και περισσότερο βατός. Δεν είσαι μόνος. 

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

ΝΕΑ ΖΩΗ


Έμεινε για λίγο σκυφτός κοιτώντας κατάματα τη γη, παρακολουθώντας τη σκόνη να απλώνεται σιγά σιγά τριγύρω ακολουθώντας τον αέρα. ‘’Κάποτε ήμουνα σκόνη’’, σκέφτηκε, ‘’στη γη μέσα κατοικούσα. Κομμάτι που ελευθερώθηκε και ντύθηκε με ανάσα, σάρκα, οστά και σκέψη’’. Σηκώθηκε σιγά, απόλυτα ήρεμος με αναπνοή σε χαλαρούς ρυθμούς και κοίταξε ως τα πέρατα του ορίζοντα το γαλάζιο σεντόνι που απλωνόταν ολόγυρα, λαμπερό σαν χρυσαφένιο όνειρο κάτω απ’ του ήλιου τον  χρυσοποίκιλτο μανδύα.
Χρυσάφι ονειρεύτηκε, στη γη, όμως, δεν το βρήκε. Τόσο καιρό βουτηγμένος στη ματαιοδοξία του, πιστεύοντας στο ψέμα, στην πλάνη αυτού του κόσμου, στη φαινομενική ευμάρεια. Πόσες φορές δεν κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη με καμάρι, σφίγγοντας το στήθος του, ρουφώντας την κοιλιά του, πολεμώντας να κάνει τα μαλλιά του να σταθούν με στυλ…πόσες φορές δεν ένιωσε τη φιλαρέσκεια να τον καταβάλει, να αισθάνεται ότι μπορεί να έχει τα πάντα λόγω της ομορφιάς του, αλλά τελικά συνειδητοποίησε ότι δεν είχε τίποτα. Γιατί θαυμάζεις το ωραίο λουλούδι,  το κόβεις κι έτσι η ρίζα μένει μόνη, αυτή που το στηρίζει και του χαρίζει βάθος. 
Χαμένος μέσα στα λάθη του, ένιωσε κενός όσο ποτέ. Ανάμεσα σε κόσμο κι αυτός να είναι μόνος. Σαν να θωρεί τον εαυτό του σε μια γωνιά μονάχο κι εαυτός να τον κοιτά μελαγχολικά και να λυπάται! Κι εκεί που θωρούσε κατάματα τη μοναξιά του, ένας φίλος του χτυπούσε την πλάτη κι εκείνος νόμιζε ότι επαναφερόταν στην πραγματικότητα και γελούσε. Και να τώρα αισθάνεται να πονά απ’ το μαχαίρι…
Η ματιά του φεύγει ως πέρα. Νιώθει τον εαυτό του να πετά και να χάνεται. Ο αέρας του μιλά, ο ήλιος τον χαϊδεύει. Ηρεμία στην ψυχή, γαλήνη, πέρα απ’ του κόσμου τα βογγητά, προετοιμάζεται να παλέψει, μάχη θα δώσει να σωθεί, να κρατηθεί από την αδικία, να πληρωθεί με ζωή, με πραγματική τροφή. Αναζητά την ευτυχία.
 Εδώ, στο ίδιο σημείο εκκίνησης, τότε που γνώρισε τον κόσμο, τώρα ετοιμάζεται να γνωρίσει τη ζωή και την απλότητα της που πολλές φορές δεν περιβάλλει τον κόσμο, μονάχα την ψυχή. Η αναπνοή συνεχίζει όλο και πιο χαλαρή. Το οξυγόνο επαρκές για να αντέξει.
Βουτάει σε βαθιά νερά αποφασισμένος  να δώσει μάχη. Πυξίδα η νέα του ζωή. Με φόντο το γαλάζιο, τον βλέπεις να ονειρεύεται ξανά και να ανακαλύπτει την αλήθεια. Ανώτερη από όλους είναι. Δυνατή και ρωμαλέα. Θυσία θέλει και θάρρος. Μα πάνω απ’ όλα αγάπη! Όταν θα βγει στην επιφάνεια θα δει πιο καθαρά, ότι η μάχη είναι ωραία και αξίζει. Τώρα η ψυχή πετάει μακριά…ως τον ορίζοντα τη βλέπει…βγάζει φτερά και κολυμπά, μες στο γαλάζιο φέγγει!

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝΔΡΟ


Δένδρο ο άνθρωπος που μεγαλώνει και απλώνει τα κλαδιά του απ’ τα οποία ξεπροβάλλουν πλήθος φύλλων οι εμπειρίες, άλλες χρωματιστές, άλλες τρυφερές, άλλες ξερές …δένδρο αειθαλές εις τους αιώνες, με ρίζες βαθιές κι αέναες που χάνονται με το πέρασμα των χρόνων. Κι όμως, οι ρίζες μένουν στην καρδιά σχηματίζοντας μορφές του παρελθόντος, μορφές προγόνων που δεν συνάντησες ποτέ, αλλά που γνώρισες μέσα από τις ιστορίες και που συστάθηκαν μες στην καρδιά σου. Ο πόλεμος διαμοίρασε τις ρίζες μου. Άλλος εδώ, άλλος εκεί… άγνωστοι απόγονοι που περιφερόμαστε σε μια γιγάντια πόλη. Που να ξέραμε ότι μας ενώνει η ιστορία μας, ότι μας γεφυρώνουν οι πρόγονοί μας! Πόλεμος που ξεριζώνει τη ζωή μας, που ξεριζώνει την προέλευσή μας, που ξεριζώνει τους ανθρώπους μας! Μόνο η αγάπη και η μνήμη μπορεί να αντισταθεί σε τούτο τον ξεριζωμό. Μια μνήμη που άλλοτε πληγώνει, άλλοτε ιατρεύει, άλλοτε απορεί, άλλοτε βεβαιώνει, άλλοτε ψυχαγωγεί, άλλοτε διδάσκει, άλλοτε νοσταλγεί, άλλοτε ανασταίνει… Σκαλίζω στον κορμό του δένδρου μου την ελπίδα και πάνω σε αυτή χρωματίζουν κι άλλοι  γύρω μου τα όνειρά τους! Ένα δένδρο η ζωή μας, πάνω στο οποίο εμείς είμαστε τα φύλλα, εμείς είμαστε τα κλαδιά. Άλλοτε περιπλεκόμαστε, άλλοτε απομονωνόμαστε, μα πάντα κατοικούμε εκεί στο ίδιο δέντρο, στο αιώνιο κι αειθαλές χρωματιστό μας δέντρο!


Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

ΛΕΞΕΙΣ


Ερωτεύτηκα τις λέξεις, ένα ατέλειωτο τοπίο συλλαβών που σιγοτραγουδούν σ’ ένα ρυθμό δικό τους. Αυτόνομες, παντοτινές, εκεί μέσα ζουν, στην ψυχής το στερέωμα και περιμένουν να ξεχυθούν με πάθος.
Ερωτεύτηκα τις λέξεις, που χορεύουν άφοβα στο σκότος σε διαφορετικούς συνδυασμούς σχηματίζοντας ανεξάρτητα, ημιτελή και τέλεια σύνολα. Δεν τους νοιάζει που θα σταθούν,  δεν ακούνε σε κανόνες. Πότε εδώ, πότε εκεί, επιλέγουν πως θα ακουστούν. Με απορία, θαυμασμό, με δισταγμό και σοβαρότητα, με ανησυχία και ενθουσιασμό, με επιβολή κι αποφασιστικότητα. 
Αχ! Nα ήμουν λέξη ελεύθερη να ταξιδεύω σε κάθε ποίημα, σε κάθε δημιούργημα του νου για λίγο να στεκόμουν, να με συλλαβίζουν oi άνθρωποι, ν’ακούω τ’ όνομά μου και έπειτα μεγαλόπνοη να μένει η πινελιά μου!

ΟΙ ΓΡΑΜΜΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ


Άπλωσες το χέρι σου μετρώντας τα δάχτυλά μου. Ίδιος αριθμός με τα δικά σου. Άγγιξες τα μάτια μου ακροπατώντας τις αδύναμες βλεφαρίδες μου κι ένιωσες το βλέμμα μου να σε κοιτά με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο κοίταζες εμένα. Έβαλες το χέρι σου επάνω στην καρδιά μου και άκουσες τον χτύπο μου να αυξάνεται όλο και πιο πολύ όση ώρα έπιανες σε διαφορετικά σημεία συνειδητοποιώντας ότι με τον ίδιο ρυθμό χτυπά η καρδιά σου όταν σ’ ακουμπάω. Άκουσες το γέλιο μου να δυναμώνει με τον ίδιο τρόπο που δυναμώνει το δικό σου όταν κάποιος σε αγαπά. Είπες ‘’είμαστε ίδιοι, πλασμένοι από το ίδιο χέρι, σώμα, καρδιά, ψυχή, μυαλό’’. Συμφώνησα νεύοντας, ενώ ζωγράφιζα στον τοίχο.
Μια μέρα κάποιος με έσπρωξε και μου είπε ότι είμαι καλύτερη από εσένα. Φάνηκε στις γραμμές που τράβηξα για τα σχέδιά μου. Κάποιος άλλος είπε ότι εσύ είσαι καλύτερος. Φάνηκε από τα χρώματα με τα οποία γέμισες τις γραμμές. Για χρόνια πιστεύαμε για τους εαυτούς μας ότι είμαστε καλύτεροι ο ένας από τον άλλον. Τότε ζωγράφιζα χωρίς να σου δίνω σημασία. Κι εσύ έκανες το ίδιο. Δεν ενοχλούσαμε ο ένας τον άλλο. Ζωγραφίζαμε μες στη μοναξιά της σιωπής μας.
 ‘Ώσπου κάποιος ήρθε και μου πήρε τις γραμμές κι εσένα τα χρώματα. Με κατηγόρησες ότι στα έκρυψα, ενώ εγώ σε κατηγόρησα ότι κι εσύ έκρυψες τις γραμμές μου. Όλη τη μέρα μαλώναμε κατηγορώντας ο ένας τον άλλον.
 Ώσπου κάποιος μας έδειξε μία γωνία με τις γραμμές μου και τα χρώματά σου. ‘’Εγώ σας τα πήρα μακριά’’, μας είπε, ‘’γιατί εγώ σας τα έδωσα ώστε να ζωγραφίσετε μαζί. Εσείς όμως κομπάσατε. Καταχραστήκατε τα δώρα σας και νομίζατε ότι μόνοι θα τα καταφέρνατε. Ο εγωισμός σας αυξήθηκε’’.
Με κοίταξες με λύπη. Σε κοίταξα με θλίψη. Σκέφτηκα να σε αγκαλιάσω, να σου ζητήσω συγνώμη. Σκέφτηκες να κλάψεις στα γόνατά μου. Τελικά κλάψαμε στην αγκαλιά του ευεργέτη μας κι εκείνος καθάρισε τον τοίχο και χαμογελώντας μας είπε ‘’τώρα ζωγραφίστε μαζί σε καθαρό τοίχο, με βλέμμα καθαρό και καθαρή καρδιά’’.
Πήρα τις γραμμές μου. Πήρες τα χρώματά σου. Ζωγράφισες το βλέμμα μου. Ζωγράφισα την καρδιά σου. Κι όσο περνούσε ο καιρός ο τοίχος γέμισε με καρδιές, βλέμματα κι οι καλλιτέχνες πολλοί. Χαμογέλασες και χαμογέλασα. Όλοι μαζί ένα σώμα κι ο ευεργέτης μεγάλωνε τον τοίχο, αύξανε τις γραμμές, πλήθαινε τα χρώματα….

ΡΟΖ ΚΟΣΜΟΣ

Κάποτε ο κόσμος μου ήταν ροζ. Μικρά σπίτια με κόκκινες στέγες, μονοπάτια που μπλέκονταν μεταξύ τους οδηγώντας όπου η φαντασία μόνο μπορεί να σε οδηγήσει, καταγάλανος ουρανός με ολόλαμπρο ήλιο, οι ακτίνες του οποίου ήταν τόσο μακριές που νόμιζες ότι σε έλουζαν με φως και ένιωθες τόσο φωτεινός… Το πράσινο εναλλασσόταν με το γαλάζιο σε μία συμφωνία γλυκών χρωμάτων, εαρινών και θερινών, χρώματα που θυμίζουν παιχνίδι και χαρά, χρώματα γεμάτα ελπίδα και ανακούφιση. Πρόσωπα μικρών παιδιών τριγύρω με μπαλόνια που άφηναν προς τον ουρανό, με χαρταετούς που χόρευαν στον αέρα. Ήθελαν να πετάξουν, να φύγουν μακριά απ’ το πραγματικό. Θέλουν να ζήσουν αιώνια μες στο χρώμα. Χαμόγελα στα πρόσωπά τους και μάτια καταγάλανα, όχι επειδή έτσι είναι το χρώμα τους, αλλά επειδή ατένιζαν έναν ουρανό ή μία θάλασσα. Που και που, στον ορίζοντα ξεπρόβαλε ένα καράβι. Στην αρχή ήταν μικρό, ουσιαστικά ένα μικρό ιστιοφόρο με πανιά, ιστία, σανίδα και πηδάλιο. Μερικές φορές το χέρι πρόσθετε και φινιστρίνια κι ας μην είχε δωμάτια, έτσι απλά γιατί είχα μάθει ότι τα πλοία έχουν φινιστρίνια, σαν μάτια θωρούσαν τη θάλασσα κι έσχιζαν τα κύματα. Κάποιες φορές ο κόσμος μου είχε μόνο θάλασσα με κυματάκια και πολλά πολύχρωμα ψάρια να κολυμπάνε προς όλες τις κατευθύνσεις. Μεγάλα, μικρά, δεν είχε σημασία, αυτά κολυμπούσαν ακατάστατα, ενώ στον ουρανό πετούσαν νωχελικά οι γλάροι και προσγειώνονταν ξαφνικά στο νερό για να τα δούνε. Να μην ξεχάσω και τα χελιδόνια που ταξίδευαν πάντα προς τον ήλιο κατά ομάδες και σε διάφορα σχήματα. Τα παρατηρούσα ακόμα και στη συννεφιά, ενώ έφτιαχνα τα δικά μου σχήματα μες στο μυαλό μου. Και πάντα αυτά τα σχήματα είχανε ροζ χρώμα…Καθώς μεγάλωνα, σταμάτησε να μου αρέσει να ζωγραφίζω, καθώς μου έλεγαν ότι έπρεπε να σταματήσω να ζωγραφίζω χωριουδάκια, θάλασσες και παιδιά. Έπρεπε να εφεύρω νέες εικόνες, πιο κοντινές στην πραγματικότητα. Έπρεπε να γίνω κάτι μεταξύ ροζ και μπλε, ώσπου κατάλαβα ότι ήθελαν να κάνω τον κόσμο μου γκρι. Έτσι, σταμάτησα να ζωγραφίζω κι άρχισα να γράφω. Όταν γράφω δεν χρησιμοποιώ χρώμα. Ένα ουδέτερο μαύρο ξεχύνεται επάνω στις λέξεις μου, αλλά δεν με νοιάζει, καθώς οι εικόνες που πλάθω μέσα μου έχουν όλων των ειδών τα χρώματα, μάλιστα αποχρώσεις που δεν μπορείς καν να τις φανταστείς, μόνο να τις νιώσεις. Μπορεί να σου δημιουργώ εικόνες με απλές γραμμές χωρίς χρώμα, μπορεί κάποιες να έχουν έντονα εξπρεσσιονιστικά στοιχεία, μπορεί άλλες να έχουν παλ αποχρώσεις και μερικές να έχουν γκρι και μαύρο. Δεν με ενδιαφέρει πλέον η απόδοση του χρώματος, αλλά να ακούγεται η φωνή μου! Είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο βλέπω τον κόσμο μου. Κι έτσι όποτε θέλω τον χρωματίζω όπως θέλω, ακόμα και ροζ ;)

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ


Γεια σου. Με λένε Ζωή κι είμαι μικρή.Έχω μία ανίατη ασθένεια, την οποία δεν χρειάζεται να πω, μιας και ο σκοπός που σου γράφω είναι άλλος. Πριν ξεκινήσεις να σκέφτεσαι τι μπορεί να έχω και πόσο οίκτο νιώθεις για την κατάστασή μου να σου πω ότι δεν το έχω ανάγκη κι έτσι δεν χρειάζεται να μπεις σε αυτή την διαδικασία. Αντί αυτού ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου. Κοιτάξε στα βάθη της ψυχής σου να δεις τι κρύβεις. Εκεί βρίσκονται οι μεγαλύτερες ασθένειες! Ευτυχώς δεν πάσχω από τέτοια αρρώστια και δοξάζω τον Θεό γι’ αυτό. Ναι, δοξάζω τον Θεό κι αισθάνομαι τυχερή που τον έχω στην καρδιά μου. Κάποιοι πολλές φορές τον κατηγορούν για την αρρώστια μου, αλλά εγώ τους λέω να μην το κάνουν, γιατί η αρρώστια προέρχεται από τις άσχημες συνθήκες που δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι οι άνθρωποι, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, το άγχος, τη διατροφή, τη βιασύνη… άλλες πάλι οφείλονται στην κακή στιγμή. Όπως και να ΄χει, ευχαριστώ τον Θεό που τουλάχιστον δεν είμαι τυφλή. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να το αντέξω αυτό. Μουγκή μπορεί, αλλά τυφλή, δεν ξέρω.
Είναι πολλά αυτά που θέλω να πω,έτσι σαν ένα μικρό αποχαιρετιστήριο από ένα μικρό παιδί που ‘’ήλθε είδε και απήλθε’’ που μου είπε ένας δάσκαλός μου, ο κύριος Βασίλης. Μην ανησυχείς, όμως.Πάω σε όμορφο μέρος, όπου θα παίζω συνεχώς, χωρίς άγχη, χωρίς στενοχώριες,χωρίς προβλήματα και αγωνίες για το μέλλον, αλλά τυλιγμένη στα χρώματα της αγάπης του Θεού. ‘Εχω  χρέος, λοιπόν, να σου δώσω κάποιες συμβουλές, σαν ένα δώρο από ένα μικρό κορίτσι, σαν ένα θησαυρό, το οποίο μπορείς να τον κρατήσεις, αλλά και μπορείς να τον πετάξεις.
Να δοξάζεις τον Θεό που σου δίνει πόδια για να περπατάς, να περιδιαβαίνεις, να τρέχεις, να κολυμπάς, να χορεύεις,να χοροπηδάς, να ανεβαίνεις, να κατεβαίνεις, να κάνεις ποδήλατο, σκέιτ, σκι,σνόουμπορντ, ρόδες… Να δοξάζεις τον Θεό που έχεις χέρια για να πιάνεις, ν' ακουμπάς, να δίνεις, να παίρνεις, να δημιουργείς, να στολίζεις, να μετράς, να χαϊδεύεις, ν’ αγκαλιάζεις, να ξεφυλλίζεις, να γράφεις, να παίζεις ένα μουσικό όργανο, να εργάζεσαι, να πιάνεις τον ήλιο, να πιάνεις τα αστέρια, να δείχνεις, να φτιάχνεις κάστρα στην άμμο, να παίζεις παντομίμα, γενικά να παίζεις… Να δοξάζεις τον Θεό που έχεις στόμα να μιλάς, να φιλάς, να γεύεσαι, να τραγουδάς,να εκφράζεσαι, να ξεδιψάς, να ρουφάς, να κάνεις μπουρμπουλήθρες, να αναπνέεις,να γελάς… Να δοξάζεις τον Θεό που έχεις μύτη να οσμίζεσαι, να αναπνέεις πάλι,να ξύνεις, να τρίβεις, να ξεχωρίζεις αρώματα και οσμές με αναμνήσεις… Να δοξάζεις τον Θεό που έχεις μάτια να βλέπεις, να ανοίγεις βλέποντας τον κόσμο,να κλείνεις βλέποντας τον εσωτερικό σου κόσμο, να θαυμάζεις, να δακρύζεις, να συνοφρυώνεις, να οραματίζεσαι, να κοιτάζεις πίσω, να κοιτάζεις μπρος, να εξιχνιάζεις, να παρατηρείς, να επεξεργάζεσαι, να διαβάζεις… Να δοξάζεις τον Θεό που έχεις αυτιά να ακούς ανθρώπους, ν’ ακούς τη φύση, ν’ ακούς θόρυβο, ν’ ακούς μουσική, ν’ ακούς σκέψεις, ν’ ακούς όμορφα λόγια, ν’ ακούς διδάγματα, ν’ ακούς κριτική, ν’ ακούς παιδικές φωνές, ν’ ακούς να σου λένε ‘’σ΄αγαπώ’’, ν’ ακούς να σε μαλώνουν, ν’ ακούς παράπονα… Να δοξάζεις τον Θεό που έχεις μυαλό για να στοχάζεσαι, να σκέφτεσαι, να διαλογίζεσαι, να βάζεις σε σειρά τη σκέψη, να δημιουργείς εικόνες, να φαντάζεσαι, να πλάθεις, να διερωτάσαι, να αναζητάς, να υποθέτεις,να εμπνέεσαι, να επιβεβαιώνεις, να ξεχωρίζεις, να αναγνωρίζεις, να θυμάσαι, να ξεχνάς, να αναπολείς… Να δοξάζεις τον Θεό που έχεις καρδιά να χτυπάει, να πάλλεται, να νιώθει, να αγαπάει, να απογοητεύεται, να ευφραίνεται, να αισθάνεται,να ερωτεύεται, να σου δίνει τη ζωή, να σου χαρίζει όνειρα…
Όσο γι’ αυτούς που ασθενούν σαν κι εμένα, να δοξάζουν τον Θεό που τους αγγίζει, που τους κάνει ξεχωριστούς, που τους χαρίζει σοφία και χαμόγελο μες στη δυσκολία. Να δοξάζουν τον Θεό που έχουν ανθρώπους να τ ους συμπαραστέκονται, χέρια να τους βοηθάνε. Να δοξάζουν τον Θεό που τους δίνει δύναμη, κουράγιο και αντοχή κι έτσι γίνονται παράδειγμα προς μίμηση.
Μερικές φορές πονάω, αλλά ο πόνος μου φεύγει όταν δοξάζω τον Θεό και βλέπω τη μεγαλοσύνη του μπροστά μου. Κι η μεγαλοσύνη του βρίσκεται στα πρόσωπα που έχω γύρω μου είτε αυτά φαίνονται είτε αυτά δεν φαίνονται…
Αν είσαι από αυτούς που δεν μπορούν να δοξάσουν τον Θεό, γιατί απλά δεν πιστεύουν ότι υπάρχει, δεν πειράζει, δεν σε κατηγορώ. Κι εγώ δεν τον ήξερα, δεν τον γνώριζα, ώσπου εμφανίστηκε, όταν αρρώστησα. Με παρηγόρησε, με αγκάλιασε, μου έδωσε δύναμη,έγινε ο καλύτερος μου φίλος. Έβαλε αγγέλους να με φυλάνε κι όμορφους ανθρώπους δίπλα μου να με βοηθούν και να με αγαπάνε. Μάλλον τους είχε από πριν, απλά εγώ τώρα το κατάλαβα, τώρα μου άνοιξε τα μάτια. Φυσικά θα ήταν καλύτερα να μπορούσα να χαρώ τη μεγαλοσύνη του γνωρίζοντας γι’ αυτόν πριν αρρωστήσω, βλέποντας το πρόσωπό του όντας υγιής. Αλλά δεν πειράζει. Είναι μακρόθυμος, όπως μου λένε, κι ελεεί μέχρι το τέλος. Είναι Θεός αγάπης, καταλαβαίνει, συμπάσχει και δίνει ό,τι μπορείς να αντέξεις. Το μεγαλύτερο δώρο στη ζωή μου είναι που τον γνώρισα. Τώρα δεν ανησυχώ που θα πάω. Ανησυχώ μόνο για εσένα που δεν τον δοξάζεις γι’ αυτά που έχεις, έστω και τα λίγα. Για εσένα που χάνεσαι μες στις δουλειές σου, στις φιλοδοξίες σου και στην καθημερινότητά σου. Τώρα που θα κλείσω εγώ τα μάτια μου, εσύ άνοιξέ τα και τότε θα χαρώ μαζί με τους αγγέλους.
Με αγάπη,
Η Ζωή σου…

Αυτή κι Εγώ


Γέμισε τις τσέπες της με λίγη θλίψη 
για να αφήσει χώρο για τη χαρά μες στην καρδιά της.
Της άρπαξαν τα όνειρα μες σ΄ ένα βράδυ,
ένα φιλί η συντριβή της. 
Σκιές ξοπίσω της να πολεμούν, καραδοκούν. 
Μέχρι κι ο φόβος την άφησε απόψε μόνη.
Κι εκείνη έψαχνε τη θλίψη μες στις τσέπες της.
 Έστυψε το όχι σε μια κούπα και κατάπιε για μια ακόμη φορά το ναι 
που κειτόταν κάτω στο πάτωμα. 
Πέταξε το πρέπει μες στης λίμνης την ντροπή 
κι έγδυσε τη σκέψη της για να την παρατηρήσει. 
Έλιωσε το θέλω της κάτω απ’ τον ήλιο
κι άγγιξε τα γόνατα της σιωπής της. 
Άνεμος το σ’ αγαπώ της,
έφυγε, πλανεύτηκε, ταξίδεψε στην αγκαλιά της. 
Μόνη της ενδύθηκε τα συναισθήματά της.
Αφαίρεσε ένα άλφα και πρόσθεσε ένα ωμέγα στον ‘’έρωτα’’.
Το τόνισε συνάμα! 
Μέτρησε ανάποδα και πέταξε τη χρυσή κορδέλα της.
Τη βρήκα σ’ ένα δέντρο πάνω κι είπα να της την δώσω, 
αλλά εκείνη έλειπε. 
Με άφησε εδώ να περιμένω μέχρι να εμφανιστεί ξανά.
Κι ακόμα περιμένω το άδειο ποτήρι να μου δώσει μαζί μ’ ένα γεμάτο. 
Στο άδειο θα βάλω τη χαρά μου 
και από το γεμάτο θα διώξω τη θλίψη της. 
Ένα σώμα γίναμε, μία φύση,
Αυτή κι εγώ.
Σύμφωνο εκείνη, φωνήεν εγώ, 
τόνος που απλώνεται επάνω στη φωνή της.
 Έθεσε το θαυμαστικό της κι έγινε η στίξη μου. 
Τα πλήκτρα της εγώ, εκείνη τα ακροδάχτυλα…!

ΨΥΧΗΣ ΚΑΤΟΠΤΡΟ

Ένα βράδυ ονειρεύτηκα το κάτοπτρο της ψυχής μου...

Ατενίζοντας
το πρόσωπό μου
σ' ένα κάτοπτρο
σχεδό θολό
και ραγισμένο χρόνια
αναγνωρίζω
μια μάσκα
από γύψο καμωμένη
που θυμίζει
Αίγυπτο,
την Αλεξάνδρεια του Καβάφη.

Ρωγμές που σχίζουν
την απατηλή καρδιά
τη φυλακισμένη ψυχή,
ρωγμές που καθρεφτίζουν
το εγώ μου.
Τώρα πια
κατάλαβα
πώς ζούσα στη φυλακή μου,
πίσω απ' τη μάσκα
πίσω από
το κάτοπτρο του κόσμου.

Ξεκινώ αργά,
διστακτικά,
να σπάσω τον γύψο
που κρύβει
την αλήθεια του εαυτού μου.
Συνεχίζω πιο γοργά
με αγωνία
 και ενθουσιασμό
να την κάνω κομμάτια,
ν' αποκαλύψω
αυτό που επιθυμώ,
να βρω
αυτό που μου ανήκει.

Τώρα στέκομαι
και βλέπω κατάματα
ένα πρόσωπο
που θυμάμαι από παιδί.
Είμαι εγώ,
είναι το πνεύμα μου
που ελευθερώθηκε
από το ψέμα,
είναι το αληθινό της
 ψυχής μου κάτοπτρο...